- καρηβοώ
- καρηβοῶ, -άω (Α)αισθάνομαι ίλιγγο και βάρος στο κεφάλι εξαιτίας δυνατών κραυγών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + βοῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… … Dictionary of Greek